στιλπνοί

στιλπνοί
στιλπνός
glittering
masc nom/voc pl
στιλπνόω
make to shine
pres subj mp 2nd sg
στιλπνόω
make to shine
pres ind mp 2nd sg
στιλπνόω
make to shine
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομοτριβώ — ὁμοτριβῶ, έω (Α) φρ. «ὁμοτριβοῡντες λίθοι» λείοι, στιλπνοί και στενά προσαρμοσμένοι μεταξύ τους λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. λειο τριβώ] …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

  • σμήρισμα — τὸ, Α 1. σωλήνας που δέχεται μέσα στο σώμα του άλλον σωλήνα, όπως είναι η σύριγγα 2. σωλήνας ο οποίος εισέρχεται σε άλλον κατά ορθή γωνία, είδος στρόφιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμηρίζω «γυαλίζω», λόγω τού ότι οι σωλήνες αυτοί ήταν γυαλισμένοι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”